χιονιστής

χιονιστής
ο, Ν
1. χιονιάς
2. ψυχρός άνεμος που πνέει από ψηλά μέρη, όπου έχει χιονίσει («κραταιός και βαρύπνοος βορράς, χιονιστής, εφύσα κατά τας παραμονάς τής αγίας ημέρας», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ι. Ρίζο Νερουλό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρέχτης — ο [βρέχω] 1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης») 2. η υδρορροή της στέγης 3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”